γερεύω — [γερός] 1. βρίσκομαι στην ανάρρωση 2. γίνομαι πιο γερός, δυναμώνω … Dictionary of Greek
γερεύω — γέρεψα, δυναμώνω ύστερα από αρρώστια: Παρά τη σοβαρότητα της αρρώστιας του γέρεψε εύκολα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)